Το Σύνταγμα μπορεί να άδειασε, αλλά η καρδιά μου χτυπά ακόμη εκεί. Ναι, πιστεύω ακόμα ότι μπορούν ν' αλλάξουν τα πράγματα σ' αυτόν τον τόπο. Στο μεταξύ εδώ θ' αποτυπώνω τη δική μου ματιά στην Ελλάδα της κρίσης.

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Η αυτοκτονία της Ευρώπης με απλά λόγια

"Πάντα υπάρχει ένας ηλίθιος" λέει ένα από τα προβατάκια του Ιρλανδού Μάρτιν Τέρνερ,  καθώς ορμά μαζί με τ' άλλα στο γκρεμό της λιτότητας, ενώ η Ελλάδα τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση.


Για λίγο φάνηκε πως πράγματι η Ελλάδα θα έκανε την υπέρβαση και θα ξέφευγε από την προδιαγεγραμμένη καταστροφή (δική της όσο και της Ευρώπης) αλλά η σχεδόν πλήρης αποδοχή όλων των όρων του Μνημονίου απλά με διαφορετικό όνομα έσβησε τις ελπίδες όλων όσων πίστεψαν πως ίσως και να γινόταν κάποιο θαύμα.

Γιατί ήταν ελπίδα η έξοδος από το Μνημόνιο;
Γιατί είναι γκρεμός η παραμονή σ' αυτό;

Όλα βασίζονται στην πολιτική της λιτότητας που επιβάλλεται ως η μόνη ενδεδειγμένη θεραπεία για τον ασθενή (την πάσχουσα οικονομία).

Λιτότητα, έτσι όπως ερμηνεύεται σήμερα, σημαίνει:
- Περιορισμό των κρατικών δαπανών (μισθοί, συντάξεις, περίθαλψη, παιδεία, δημόσια έξοδα κάθε είδους, απολύσεις, διαθεσιμότητες, κτλ)
- Περιορισμό των δαπανών των επιχειρήσεων (μείωση μισθών, ευκολότερες απολύσεις, ελαστικό ωράριο χωρίς υπερωρίες, μείωση παροχών κτλ)
- Αύξηση της φορολογίας.

Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά με απλά λόγια;

Έστω ότι προ κρίσης είχαμε δέκα ανθρώπους που εργάζονταν βγάζοντας 1000 ευρώ το μήνα ο καθένας. Ας πούμε ότι οι μισοί εργάζονταν στο δημόσιο κι οι άλλοι μισοί στον ιδιωτικό τομέα.

Έβγαζαν συνολικά 10 χιλιάδες ευρώ - αν το δημόσιο τους φορολογούσε με ένα 30%, τα έσοδά του ήταν συνολικά 3000 ευρώ. Στους εργαζόμενους έμεναν συνολικά 7.000 ευρώ, για να τα αποταμιεύσουν ή να αγοράσουν ρούχα, να θερμομονώσουν  το σπίτι ή να πληρώσουν τα αγγλικά των παιδιών τους. Πήγαιναν και διακοπές κάθε καλοκαίρι, μένοντας σε ξενοδοχεία και τρώγοντας σε εστιατόρια. 7.000 ευρώ άλλαζαν χέρια κάθε μήνα, τροφοδοτώντας άλλες επιχειρήσεις και την οικονομία. Κάποια κατέληγαν στις τράπεζες, οι οποίες έχοντας ρευστότητα δάνειζαν άλλες επιχειρήσεις. Το κράτος εισέπραττε έξτρα φόρο (ΦΠΑ) για κάθε συναλλαγή (από φραπέ ως βενζίνη) και όλα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά, ή σχεδόν καλά.

Ξαφνικά ήρθε η κρίση. Αναπάντεχα, το κράτος δε μπορεί να δανειστεί για να εξυπηρετήσει τα χρέη του και κινδυνεύει με χρεωκοπία. Κάποιοι θεωρούν πως το πρόβλημα προκλήθηκε λόγω ασυλλόγιστης σπατάλης. Προσφέρονται λοιπόν να χορηγήσουν νέα δάνεια στη χώρα, μόνο όμως αν συμφωνήσει στη μείωση της σπατάλης, δηλαδή αν μειώσει τα έξοδα, δημόσια και ιδιωτικά (γιατί πρέπει να μειωθούν τα τελευταία δεν το κατάλαβα, αλλά ας προχωρήσουμε).

Ο δημόσιος τομέας μειώνει τους μισθούς. Καταργούνται οι συλλογικές συμβάσεις, οπότε και ο ιδιωτικός σπεύδει να κάνει το ίδιο. Ας πούμε ότι οι εργαζόμενοι τώρα παίρνουν 700 ευρώ το μήνα.

Η μείωση δεν είναι αρκετή, οπότε απολύονται μερικοί. Με την επίσημη ανεργία να είναι στο 30%, ας πούμε ότι απολύονται τρεις. Οι 7 που δουλεύουν ακόμη, βγάζουν συνολικά 4.900 ευρώ το μήνα (7 x 700).

Το κράτος πρέπει να αυξήσει τα έσοδά του, οπότε ανεβάζει τη φορολογία. Τώρα οι εργαζόμενοι πληρώνουν 60% σε φόρους αλλά, λόγω της μείωσης των μισθών, το κράτος βγάζει συνολικά μόνο 2940 ευρώ (4.900 x 60%). Επιπλέον πρέπει να πληρώσει και επίδομα ανεργίας στους άνεργους - ευτυχώς γι αυτό μόνο για λίγους μήνες.

Ανάμεσα στη μείωση των μισθών και την αύξηση της φορολογίας, στον κάθε εργαζόμενο περισσεύουν τώρα 280 ευρώ για προσωπικά έξοδα (700 - 60% = 280). Τώρα, και οι 7 μαζί διαθέτουν μόλις 1960 ευρώ για ξόδεμα, δηλαδή περίπου 5 χιλιάδες λιγότερα από όσο πριν. Αγοράζουν λιγότερα, δεν κάνουν ανακαίνιση του σπιτιού και κόβουν τα αγγλικά και τις διακοπές. Οι επιχειρήσεις που ζούσαν από αυτούς κλείνουν η μία μετά την άλλη. Το κράτος παύει να εισπράττει φόρο από αυτές, αλλά παίρνει και λιγότερο ΦΠΑ, καθώς οι συναλλαγές μειώνονται.

Μέσα στο όλο μπάχαλο, κάποιος ευφυής αποφασίζει να κουρέψει τις τραπεζικές καταθέσεις της Κύπρου. Ελάχιστοι καταναλωτές έχουν δυνατότητα γι αποταμίευση, αλλά κι αυτοί που έχουν λίγα ευρώ διστάζουν να τα πάνε στην τράπεζα, από το φόβο ότι μπορεί να τα χάσουν. Οι τράπεζες δεν έχουν ρευστότητα.

Όσοι έχουν κάνει έστω και ένα μάθημα οικονομίας ξέρουν ότι για να υπάρξει ανάπτυξη πρέπει να υπάρχει ρευστότητα στην οικονομία. Το χρήμα πρέπει να κινείται και καθώς κινείται τροφοδοτεί επιχειρήσεις κι υπηρεσίες ενώ γεννά και έσοδα για το κράτος.

Η πολιτική της λιτότητας όμως κάνει το ακριβώς αντίθετο. Στερώντας χρήμα από την αγορά, καταδικάζει την οικονομία σε παρατεταμένη ύφεση. Όσο διαρκεί η ύφεση, τόσο πιο δύσκολη θα είναι η ανάκαμψη.

Το αποτέλεσμα είναι το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο: αντί να δημιουργούνται οι συνθήκες που θα επιτρέψουν στο κράτος να αποπληρώσει τα χρέη του, το κράτος καταδικάζεται σε μόνιμη ύφεση που τα το διατηρεί στην ίδια θέση αδυναμίας για αόριστο χρονικό διάστημα.

Ωστόσο, η πολιτική της λιτότητας προτείνεται ως η ενδεδειγμένη ή, μάλλον, η μόνη λύση για όλα τα κράτη της Ευρώπης, που δυσκολεύονται κάτω από το βάρος του ευρώ. Όπως όμως δείχνει η εφαρμογή της στην Ελλάδα, η υιοθέτησή της θα οδηγήσει ολόκληρη την Ευρωζώνη σε μακροχρόνια ύφεση. (Κι εδώ μιλώ μόνο για τις συνέπειες στην οικονομία, χωρίς καν να εξετάσω τις επιπτώσεις της στα άτομα, την κοινωνία και την πολιτική.)

Είναι παράδοξο: αν η αντίφαση ανάμεσα στην προτεινόμενη θεραπεία και τα παρατηρούμενα αποτελέσματα είναι τέτοια που ακόμη κι ένας άσχετος μπορεί να τη δει, πώς δεν την έχουν εντοπίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και η Κομισιόν και το ΔΝΤ, μολονότι στελεχωμένες από έμπειρους οικονομολόγους;

Μήπως έχουν τόσο πολύ παγιδευτεί από ένα πανίσχυρο οικονομικό δόγμα που αδυνατούν να διακρίνουν μια άλλη λύση; Ή μήπως κάτι άλλο συμβαίνει; Μήπως δεν πρόκειται για λάθος, αλλά για εσκεμμένη επιλογή, η οποία όμως εξυπηρετεί στόχους διαφορετικούς από αυτούς που ανακοινώθηκαν επισήμως;

Την απάντηση θα τη δώσει η ιστορία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου